- έπειτα
- (AM ἔπειτα)επίρρ.1. αργότερα, μετά, ακολούθως2. (σε ερώτηση) έπειτα; κι έπειτα; εκφράζει περιφρόνηση, ειρωνεία ή αδιαφορία για ισχυρισμό ή συμπέρασμα που υπονοείται (α. «θα φύγεικι έπειτα;» β. «ἔπειτα οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;»3. φρ. (σε εμφαντικές ερωτήσεις) α) «έπειτα, είναι επιχείρημα αυτό;»β) «ἔπειτα τοῡ δέει;»νεοελλ.1. τελικά, στο κάτω κάτω («κι έπειτα δεν ήταν ειλικρινής από την αρχή»)2. εκτός απ' αυτό («είναι πολύ δύσκολο, έπειτα δεν έχουμε και καιρό»)3. φρ. «έπειτα από»α) κατόπιν, ύστερα, μετά («έπειτα από χρόνια θα έχουν ξεχαστεί όλα»)β) ως συνέπεια μετά από κάτι άλλο ή σ' αντίθεση («έπειτα από τόσες θυσίες τά παράτησε όλα σύξυλα κι έφυγε», «έπειτα από πολύ καιρό σε ξαναβλέπουμε»)αρχ.-μσν.από δω και πέρα, στο εξής («ἤ πέφατ' ἤ καὶ ἔπειτα πεφήσεται», Ομ. Ιλ.)2. (αναφορικά με προηγούμενη πράξη) τότε ακριβώς, εκείνο τον χρόνο («οἱ μὲν ἔπειτα πεσσοῑσι... θυμὸν ἔτερπον», Ομ. Οδ.)3. (με άρθρο) ὁ ἔπειταο επόμενος (α. «ὁ ἔπειτα βίος» β. «οἱ ἔπειτα» — οι μεταγενέστεροι)αρχ.1. (για έκφραση θαυμασμού, έκπληξης) αλλ' όμως, παρ' όλα αυτά («τὸ μητρὸς αἶμα... ἐκχέας πέδοι, ἔπειτα ἐν Ἄργει δώματ' οἰκήσει πατρός;», Αισχύλ.)2. σε απόδοση (ποτέ στην αρχή πρότ.)α) (μετά από χρον. σύνδ.) ακολούθως, στη συνέχεια («ἐπεὶ δὲ σφαίρῃ...πειρήσαντο, ὀρχείσθην δὲ ἔπειτα», Ομ. Οδ.)β) (μετά από υποθετ. σύνδ.) τότε βέβαια («εἰ δ' ἐτεὸν δή... ἀγορεύεις, ἐξ ἄρα δή τοι ἔπειτα θεοὶ φρένας ὤλεσαν», Ομ. Ιλ.)γ) (όταν η απόδοση είναι ερώτηση) σ' αυτή την περίπτωση («εἰ μὲν δὴ κελεύετε πῶς ἄν ἔπειτ' Ὀδυσῆος ἐγὼ λαθοίμην;», Ομ. Ιλ.)7. (σε λογική ακολουθία, αποτέλεσμα ή συμπέρασμα) γι' αυτό, επομένως («οὐ σὺ γ' ἔπειτα Τυδέος ἔκγονός ἐσσι», Ομ. Ιλ.)8. (στη διήγηση μιας ιστορίας) λοιπόν, που λες («νῆσος ἔπειτα τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είτα*].
Dictionary of Greek. 2013.